Δέκα δεύτερα.


Η βροχή έπεφτε ασταμάτητα από τη νύχτα. Διέσχιζε τον παγωμένο αέρα της πόλης και στην πορεία της αντίκριζε τους ανθρώπους, με το γοργό βήμα τους, να κρύβονται κάτω από τις ομπρέλες και τα υπόστεγα. Η πλατεία απέναντι από το γραφείο του Μάνου ήταν άδεια. Μερικές μόνο λίμνες με βροχόνερο χόρευαν στο ρυθμό των σταγόνων που έπεφταν και δυο τρομαγμένα κουτάβια που είχαν τρυπώσει κάτω απ’ το παγκάκι για να προφυλαχτούν. Ένα θολό τοπίο, μελαγχολικό σαν τις σκέψεις του, μουντό σαν τη διάθεσή του. Είχε μόλις τελειώσει την παρουσίαση του διαφημιστικού πακέτου για μια μεγάλη εταιρεία και παρόλο που είχε πάρει τη δουλειά δεν ήταν χαρούμενος.

Στην εταιρεία ήταν όλοι ενθουσιασμένοι, περισσότερο απ’ όλους η κυρία Αντωνίου, η ιδιοκτήτρια. Ήταν γόνος εύπορης οικογένειας, με σπουδές στο εξωτερικό και μια επιτυχημένη καριέρα στο χώρο της διαφήμισης. Έστησε την εταιρεία από το μηδέν και την έφερε ανάμεσα στις πρώτες του χώρου σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Είχε τα μέσα να το πετύχει και τα χρησιμοποίησε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ήταν αυταρχική και εργασιομανής. Δεν ανοιγόταν ποτέ στους υπαλλήλους της και τους διατηρούσε πάντα σε απόσταση. Κόντευε τα σαράντα, αλλά έμοιαζε με τριανταπεντάρα, ίσως και μικρότερη.

Η Μαρίνα διέκοψε τις σκέψεις του Μάνου σχεδόν απότομα. Μέσα στη χαρά της άνοιξε την πόρτα του γραφείου του χωρίς να χτυπήσει. Εκείνος την κοίταξε σαστισμένος. Ένα μικροκαμωμένο κορίτσι, είκοσι χρονών, σχεδόν εύθραυστη, με κάτασπρο δέρμα και πρόσωπο γεμάτο φακίδες. Ήταν η γραμματέας του σχεδόν ένα χρόνο τώρα. Αυθόρμητη κι ευγενική, πάντα πρόθυμη και γεμάτη ενέργεια.

– Σηκωθείτε κύριε Μάνο, σηκωθείτε. Σας θέλει η κυρία Αντωνίου στο γραφείο της. Μπράβο κύριε Μάνο, συγχαρητήρια. Τα καταφέρετε και σήμερα. Είστε πολύ καλός στη δουλειά σας και σας θαυμάζω.

– Καλά, θα πάω, έκανε ξερά εκείνος.

– Τι έχετε, είστε καλά;

– Καλά είμαι, Μαρίνα, μια χαρά.

– Μα δε φαίνεστε χαρούμενος, κύριε Μάνο, συμβαίνει κάτι;

– Όχι Μαρίνα, μια χαρά είμαι… Ίσως φταίει ο καιρός… Δεν ξέρω.

Σηκώθηκε και με αργές κινήσεις ήπιε μια γουλιά από τον πρωινό καφέ που είχε κρυώσει πια. Φόρεσε το σακάκι του και κατευθύνθηκε στο γραφείο της κυρίας Αντωνίου.

Ο Μάνος ήταν από την επαρχία. Μεγάλωσε σε μια φτωχή οικογένεια και από μικρός βοηθούσε τους γονείς του στο ψιλικατζίδικο που είχαν. Έμεναν σ’ ένα παλιό σπίτι και οι ανέσεις απλώς δεν υπήρχαν. Το χειμώνα μια ξυλόσομπα ζέσταινε όπως όπως ένα δωμάτιο και αναγκαζόντουσαν να κοιμούνται όλοι μαζί εκεί. Το πρωί ο πατέρας του έφευγε από τα χαράματα να πάει στο μαγαζί και η μάνα του πήγαινε σε μια μοδίστρα κι έραβε για να συμπληρώσει τα εισοδήματά τους. Το απόγευμα πήγαινε κι εκείνη στο μαγαζί για να βοηθάει τον άντρα της. Ο Μάνος μεγάλωσε μέσα στο ψιλικατζίδικο. Παρατηρούσε με τις ώρες όλα εκείνα τα προϊόντα που ήταν στοιβαγμένα πάνω στα ράφια. Τα περιεργάζονταν ώρες ολόκληρες. Αποτύπωνε στο μυαλό του κάθε τους λεπτομέρεια. Κι όταν κάποιο απ’ αυτά άλλαζε συσκευασία προσπαθούσε να κατανοήσει το γιατί. Με τα χρόνια προσπαθούσε να φανταστεί τις αλλαγές που θα γινόταν στις συσκευασίες κι έβαζε στοίχημα με τον εαυτό του αν έπεφτε μέσα στις προβλέψεις του ή όχι. Στα 18 του έφυγε για να σπουδάσει. Μάρκετινγκ. Ο πατέρας του τον κορόιδευε, τι είναι αυτό το μάρκετινγκ έλεγε και ξανάλεγε. Δεν πας για καθηγητής, που θα έχεις σίγουρη δουλειά παιδί μου; Εκείνος όμως δεν άκουγε κανένα. Ήταν ο στόχος της ζωής του. Κι απ’ ότι φάνηκε δεν είχε άδικο. Στα τριανταπέντε του ήταν πετυχημένος επαγγελματίας στο χώρο της διαφήμισης, από τους πλέον περιζήτητους.

– Καθίστε κύριε Παπαδόπουλε, είπε σχεδόν ψυχρά η κυρία Αντωνίου χωρίς να σηκώσει το βλέμμα της από τα χαρτιά που μελετούσε.

Πέρασαν μερικές στιγμές απόλυτης ησυχίας. Ο Μάνος δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα του από τη βροχή που συνέχιζε να μαστιγώνει μανιασμένα την πλατεία.

– Λοιπόν, κύριε Παπαδόπουλε, για ακόμα μια φορά τα πήγατε περίφημα.

– Σας ευχαριστώ κυρία Αντωνίου, είπε και πριν προλάβει να ολοκληρώσει την πρότασή του τον διέκοψε.

– Μαίρη.

– Ορίστε;

– Μαίρη, από ‘δω και πέρα θέλω να με αποκαλείς με το όνομά μου. Νομίζω ότι ο πληθυντικός μεταξύ μας πρέπει να αποτελεί παρελθόν.

Σάστισε. Ήταν η πρώτη φορά που η κυρία Αντωνίου μιλούσε μ’ αυτόν τον τρόπο. Εκείνη η απότομη φωνή της είχε αντικατασταθεί από τη φωνή μιας τρυφερής γυναίκας και το παγερό βλέμμα της είχε μια φλόγα μέσα του. Δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει την ξαφνική αλλαγή στη συμπεριφορά της. Κι άλλες φορές αυτά τα τρία χρόνια που δούλευε για ‘κείνη είχε κερδίσει μεγάλα συμβόλαια, αλλά το πολύ πολύ να εισέπραττε ένα ξερό ‘συγχαρητήρια’ κι ένα γερό μπόνους βέβαια. Τούτο το σημερινό ήταν κάτι διαφορετικό.

– Καλά, είπε με αδύναμη φωνή, ίσα ίσα που ακούστηκε.

– Κι εγώ θα σε λέω Μάνο, εντάξει;

– Ναι, έκανε ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια του προσπαθώντας να διαπιστώσει αν ήταν ξύπνιος ή απλώς έβλεπε κάποιο όνειρο. Εκείνο το απόρθητο φρούριο, η σιδηρά κυρία είναι άνθρωπος τελικά, σκέφτηκε.

– Ξέρω τι σκέφτεσαι, είπε και συνέχισε. Προς τι όλη αυτή η οικειότητα. Νομίζω Μάνο ότι πρέπει να σταματήσουμε το κρυφτό. Σίγουρα θα έχεις καταλάβει ότι τρέφω κάποια αισθήματα για σένα και το ίδιο νομίζω ότι συμβαίνει με σένα. Κάνω λάθος; είπε αιφνιδιάζοντάς τον.

–  …

– Έλα, Μάνο, δε χρειάζεται να κρύβεις τα αισθήματά σου από μένα. Είμαστε μεγάλοι άνθρωποι…

Ο Μάνος έμεινε ακίνητος να την κοιτάζει. Τα μάτια της γέμισαν απορία. Δεν μπορούσε να εξηγήσει τη συμπεριφορά του. Γιατί δεν είχε πηδήξει πάνω από τη χαρά του, να ορμήσει στην αγκαλιά της και να τη σηκώσει στον αέρα; Άλλωστε αυτή ήταν το αφεντικό του. Έπρεπε ήδη να έχει εκδηλωθεί…

Η αμηχανία συνεχίστηκε για μερικά δευτερόλεπτα. Ο ήχος της βροχής ήταν το μόνο που ακουγόταν στο γραφείο της. Το τηλέφωνο ήρθε να διακόψει την ησυχία. Του έκανε νόημα να βγει έξω σε μια κίνηση αμηχανίας και σήκωσε το ακουστικό. Κλείνοντας την πόρτα πίσω του προσπάθησε να βάλει σε σειρά μέσα του όλα όσα είχαν συμβεί εκείνες τις στιγμές στο γραφείο της αφεντικίνας του. Ήταν κάτι αναπάντεχο, απρόσμενο, σχεδόν αδιανόητο. Και το κακό ήταν ότι εκείνος δεν έτρεφε κανένα αίσθημα για την κυρία Αντωνίου. Ίσα ίσα που την έβλεπε τελείως αδιάφορα, ίσως και να την αντιπαθούσε κάπου στο βάθος των αισθημάτων του. Άρχισαν να ξεκαθαρίζουν στο μυαλό του οι προθέσεις της. Σίγουρα τον είχε βάλει στο μάτι και θα έκανε τα πάντα για να τον κάνει δικό της, άλλωστε δεν ήταν στο χαρακτήρα της να χάνει. Κι αν δεν τα κατάφερνε, σίγουρα θα τον απομάκρυνε από κοντά της, θα τον έδιωχνε από την εταιρεία. Δεν ήταν κάτι που τον ανησυχούσε ιδιαίτερα γιατί ήταν περιζήτητος και σίγουρα θα εύρισκε αμέσως δουλειά. Όμως εκείνη είχε τα μέσα να του κάνει τη ζωή δύσκολη, αυτό ήταν σίγουρο…

Αντί να πάει στο γραφείο του κατέβηκε στο ισόγειο και βγήκε έξω από τα γραφεία της εταιρείας. Ήθελε καθαρό αέρα. Ήθελε να αφουγκραστεί τη βροχή, να τη μυρίσει. Να αδειάσει το μυαλό του…

Στο υπόστεγο, ακριβώς μπροστά στην είσοδο στεκόταν ένας γεροδεμένος άντρας, γύρω στα εξήντα, με πρόσωπο γεμάτο ρυτίδες, έμοιαζαν θαρρείς με βαθιές χαράδρες πάνω στο καμένο από τον ήλιο πρόσωπό του. Κρυβόταν μάλλον απ’ τη βροχή και βρήκε την ευκαιρία να ανάψει ένα τσιγάρο. Γύρισε και τον κοίταξε απότομα, σχεδόν σάστισε από την ορμή που βγήκε ο Μάνος από το κτίριο. Ρούφηξε αργά κι απολαυστικά μια τζούρα και σουφρώνοντας τα μάτια τον περιεργάστηκε από πάνω μέχρι κάτω.

– Γιατί είσαι αλαφιασμένος; ρώτησε. Έπεσαν έξω τα καράβια σου;

– Ορίστε; έκανε ο Μάνος γεμάτος απορία που ο ξένος του είχε απευθύνει το λόγο.

– Λέω, γιατί είσαι έτσι, λαχανιασμένος βρε παιδί μου.

– Τίποτα, τίποτα, είπε και έριξε το βλέμμα του απέναντι, κάτω από το παγκάκι που τα κουτάβια είχαν κουρνιάσει περιμένοντας να σταματήσει η βροχή.

– Θα περιμένεις ταξί; τον ρώτησε.

– Ε…, δεν ξέρω. Ίσως. Δεν ξέρω, είπε κοφτά.

– Εγώ έχω πάνω από ένα τέταρτο αλλά δεν έχει περάσει κανένα.

Ο Μάνος είχε χαθεί στις σκέψεις του. Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Έπρεπε να σκεφτεί ψύχραιμα. Στο κάτω κάτω, αυτή ίσως να ήταν και η ευκαιρία της ζωής του. Θα μπορούσε, αν ενέδιδε στην αφεντικίνα του, να διαφεντεύει κατά πως ήθελε τη ζωή του από ‘δω και πέρα. Αλλά δεν ένιωθε τίποτα για ‘κείνη. Προσπάθησε να ηρεμήσει, να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του. Ο άγνωστος όμως τον διέκοψε.

– Εδώ δουλεύεις;

– Ναι, απάντησε σχεδόν μηχανικά.

– Διαφημιστής;

– Ναι, ξανάπε μονολεκτικά, δίνοντάς του να καταλάβει πως δεν ήθελε να κάνει διάλογο μαζί του, αλλά εκείνος δεν πτοήθηκε.

– Εσείς φίλε μου είστε οι δάσκαλοι της εποχής μας.

– Τι; αναφώνησε ο Μάνος. Ο άγνωστος του είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον. Τι εννοείς δάσκαλοι;

– Μα φίλε μου, εσείς διατάζετε τη σήμερον ημέρα, εσείς μας μαθαίνετε πώς να ζούμε, τι να τρώμε, πώς να ντυνόμαστε. Εσείς κι εκείνοι οι ρημαδιασμένοι οι παντογνώστες οι δημοσιογράφοι.

– Μα η δουλειά μας δεν είναι να επιβάλλουμε αλλά να γνωστοποιούμε. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Έτσι δεν είναι;

– Μπα, έκανε γελώντας. Εσείς κάνατε τέχνη το να φυτεύετε στο υποσυνείδητο του ανθρώπου αυτό που θέλετε χρησιμοποιώντας μόνο δέκα δευτερόλεπτα χρόνο. Τίποτα άλλο. Φοβερή η τέχνη σας, αλλά νομίζω ότι δεν τη χρησιμοποιείτε σωστά. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του δυο τρεις φορές και κοίταξε προς το δρόμο. Κανένα ταξί δε φαινόταν.

– Κοιτάξτε να δείτε, άλλο πράγμα είναι να μιλάς για τα προτερήματα ενός προϊόντος κι άλλο να επιβάλλεις, όπως λέτε. Στο κάτω κάτω δε βάζουμε το μαχαίρι στο λαιμό κανενός, είπε ο Μάνος σχεδόν νευριασμένα.

Ο ξένος γύρισε αργά προς το μέρος του και χωρίς ίχνος ταραχής του είπε:

– Το κακό είναι ότι έχετε γίνει κι εσείς μέρος της φιλοσοφίας που πουλάτε. Νομίζετε ότι μέσα σε δέκα δεύτερα μπορείτε να επιβάλλετε στον καθένα τις απόψεις σας. Μπορείτε, απ’ ότι βλέπω, να μαλώσετε σε δέκα δεύτερα, να συγχωρέσετε σε δέκα δεύτερα, να αγαπήσετε σε δέκα δεύτερα και να μισήσετε σε ακόμα λιγότερο χρονικό διάστημα. Ένα χαμόγελο έκανε να φαίνονται οι χαρακιές του χρόνου ακόμα πιο έντονες στο πρόσωπό του. Είναι τέχνη, δεν το αμφισβητώ, αλλά δυστυχώς έχει φτάσει να καθορίζει τις ζωές μας σε τόσο μεγάλο βαθμό, που δύσκολα μπορεί κάποιος να ξεφύγει. Αλλά έχετε πέσει κι εσείς θύματα της τέχνης σας αγαπητέ μου. Απλώς δεν το έχετε καταλάβει ακόμα.

– Τι εννοείτε;

– Σίγουρα μπορείτε να πουλήσετε και τον εαυτό σας τόσο εύκολα όσο πουλάτε κι όλα τα άλλα.

– Δηλαδή;

– Δηλαδή, άμα θες να φανείς μεγάλος και τρανός έχεις τον τρόπο να το κάνεις σε δέκα δευτερόλεπτα, αν πάλι θέλεις να το παίξεις αδιάφορος κι αυτό το καταφέρνεις, έτσι δεν είναι; ρώτησε κοιτώντας τον στα μάτια.

– Η αλήθεια είναι…, σταμάτησε και κοίταξε τα εσώψυχά του. Εκείνος ο άγνωστος είχε δίκιο. Πόσες φορές δε χρησιμοποίησε τις γνώσεις του για να επιβληθεί και να φανεί καμπόσος; Πόσες φορές δεν έλεγε όλη την αλήθεια; Πόσες φορές δεν οδηγούσε τα πράγματα εκεί που τον συνέφεραν. Και πόσες φορές δεν ήταν η τέχνη του, όπως έλεγε κι εκείνος ο ηλιοκαμένος άντρας, που τον είχε φέρει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της ομήγυρής του; Η αλήθεια είναι, ξανάπε, ότι υπάρχει αυτή η δυνατότητα, αλλά δε νομίζω ότι τη χρησιμοποιεί κανείς. Γύρισε και κοίταξε προς το δρόμο.

– Και μόνο που δε με κοιτάς στα μάτια φανερώνει ότι δε μου λες την αλήθεια νεαρέ. Μπορεί να είσαι καλός στη δουλειά σου, αλλά τα μάτια σου σε προδίδουν. Αν θες να πείσεις κάποιον να τον κοιτάς ίσα στα μάτια. Ακόμα κι άμα δεν του λες όλη την αλήθεια. Είναι κανόνας…

– Κοιτάξτε, ένα άδειο ταξί. Να του κάνω νόημα;

– Ναι, βέβαια. Χάρηκα που τα είπαμε. Κι ότι κι αν σου συμβαίνει, υπάρχει τρόπος να λυθεί. Να θυμάσαι ότι πρώτα υπάρχει η λύση και μετά το πρόβλημα, είπε και χάθηκε μέσα στη βροχή. Με δυο δρασκελιές έφτασε στην πόρτα και μπήκε μέσα στο ταξί. Μερικές στιγμές αργότερα είχε χαθεί στο βάθος του δρόμου, μέσα στη βροχή που δεν έλεγε να κοπάσει.

Είχε δίκιο εκείνος ο άγνωστος, που δεν ήξερε καν το όνομά του. Μπορούσε να πουλήσει τον εαυτό του πολύ εύκολα. Μπορούσε να αρπάξει την ευκαιρία που υπήρχε μπροστά του και γίνει ότι επιθυμούσε. Ο κόσμος που ονειρευόταν απείχε μόλις μερικά μέτρα πιο πάνω. Στο γραφείο της Μαίρης. Είχε την ικανότητα να μεταμορφωθεί σε αθεράπευτα ερωτευμένο και να πουλήσει το σενάριο πολύ εύκολα. Και η ανταμοιβή θα ήταν μεγάλη. Από την άλλη, δεν υπήρχε τίποτα μέσα του να τον ελκύει σ’ εκείνη. Αν έμενε μαζί της θα ένιωθε απόλυτα κενός. Τυχοδιώκτης. Και που θα οδηγούσε όλο αυτό; Οι αμφιβολίες άρχισαν να τον βασανίζουν. Η σκέψη όμως ότι θα πραγματοποιούσε τις επιθυμίες του άρχισε να καταλαμβάνει το είναι του. Μια μάχη γινόταν μέσα του. Ψυχραιμία, έλεγε στον εαυτό του. Ηρέμησε και σκέψου ψύχραιμα. Ή θα περάσεις καλά από ΄δω και πέρα ή θα ψάχνεις για δουλειά, κι αυτή η αφεντικίνα μου γνωρίζει τους πάντες και τα πάντα στο σινάφι μας, θα μου κάνει τη ζωή δύσκολη. Ηρέμησε. Σχεδόν δεν άκουγε τη βροχή. Ρούφηξε μια γερή δόση του παγωμένου αέρα και γέμισε τα πνευμόνια του. Γύρισε πίσω. Έφτασε έξω από το γραφείο της κυρίας Αντωνίου, της Μαίρης. Μέσα του η μάχη μαινόταν ανεξέλεγκτη. Έκλεισε για λίγο τα μάτια του. Πέρασαν μερικές στιγμές. Όρθωσε το ανάστημά του, αποφάσισε να την κοιτάξει ευθεία στα μάτια, πήρε μια βαθιά ανάσα κι άνοιξε την πόρτα του γραφείου της χωρίς να χτυπήσει…

  1. Δεν ήξερα ότι γράφεις και διηγήματα…

    • Ερασιτεχνικά. Άμα νιώσω ότι τα καταφέρνω καλύτερα και γράψω κάτι αξιοπρεπές ίσως προχωρήσω και λίγο παραπέρα…

    • rodia
    • 14 Δεκεμβρίου 2010

    Και παρακατω; Μας αφηνεις σύξυλους! :))

    • thinks
    • 14 Δεκεμβρίου 2010

    Είμαι εντυπωσιασμένος. Συνέχισε.
    (όχι την συγκεκριμένη διήγηση που τέλειωσε αριστοτεχνικά -συνέχισε να γράφεις, γενικά)

    • vad
    • 14 Δεκεμβρίου 2010

    Mη βιαστούμε να τον καταδικάσουμε το Μάνο και τον κάθε Μάνο,αν αποδεχθει την προσκληση…τ’άφεντικά κυβερνανε ακομα και τα μεγάλα μυαλά….

    Γράφεις όμορφα….

    • Δεν καταδικάζουμε κανένα. Η αλήθεια του καθένα είναι διαφορετική. Και οι επιλογές που γίνονται δεν πρέπει να καταδικάζονται. Μόνο ο χρόνος γνωρίζει τι έγινε σωστά και τι λάθος…(Αλλά ακόμα και το σωστό και το λάθος είναι σχετικά…)

  2. Ως σινεφίλ μου θύμισε λίγο τις «Αποκαλύψεις» (Disclosure) 1994 με τον
    Mάικλ Ντάγκλας και την Ντέμι Μουρ ως προϊσταμένη του. Μόνο που εκεί ο ήρωας είναι ήδη παντρεμένος κλπ

    • Επιδερμικά αν το εξετάσεις μοιάζει, αλλά επί της ουσίας δεν είναι το ίδιο. Στην περίπτωση της ταινίας έχουμε μια εκβιαστική πρόταση ενώ εδώ έχουμε να κάνουμε με την ικανότητα που έχει ο διαφημιστής να «πουλήσει» τον εαυτό του και το δίλημμα που αντιμετωπίζει ο ίδιος για το αν θα το κάνει ή όχι.

  3. Εκπληκτικό το διήγημά σου!
    Με την ευκαιρία συγχαρητήρια και για το ιστολόγιό σου.

    • Σ’ ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.

      Ελπίζω να τα λέμε από ‘δω και πέρα. 😉

  4. Αυτό το διήγημα μου είχε ξεφύγει. Ήταν πολύ ενδιαφέρον και το γεγονός πως άφησες το τέλος ανοιχτό αφήνει τον αναγνώστη προβληματισμένο.
    Οι παρατηρήσεις που είχα κάνει περί αντίθετων άκρων, δεν ισχύουν εδώ, έχουμε το διχασμό μέσα στον ίδιο τον ήρωα, κάτι που νομίζω επανέλαβες πετυχημένα και στην «Ομορφιά».
    Περιμένω το επόμενό σου. Ελπίζω να το ξεκίνησες.

    • Το επόμενο ξεκίνησε αλλά σταμάτησε λόγω πολύ μεγάλης έλλειψης χρόνου. Δεν μπορώ να το εξηγήσω, αλλά έχω τώρα δυο τρεις βδομάδες που δεν προλαβαίνω ούτε ανάσα να πάρω…

  5. Χμ…προβληματίστηκε ο ήρωάς σου γιατί ήταν ψυχολογικά πεσμένος απο τον καιρό…μόλις θάβγαινε ο ήλιος όλα θα του φαίνονταν απλά!
    Πάντως σεξουαλική παρενόχληση σε άντρα στο εργασιακό περιβάλλον σπανιότατα συμβαίνει και οι Έλληνες δεν θα την χαρακτήριζαν έτσι!
    Είσαι σίγουρος πως ήταν ο Μάνος ελληνικής καταγωγής?

    Εχεις πάντως τον τρόπο σου να μας ξαφνιάζεις με τα σενάριά σου

    • Λες πως είναι σπάνιο το φαινόμενο να παρενοχλείται σεξουαλικά ο άντρας, μπορεί και να έχεις δίκιο, αλλά το ζήτημα δεν είναι εκεί. Το θέμα είναι αν και κατά πόσο θα ενδώσει και θα «πουλήσει» και τον εαυτό του, καθιστώντας τον εμπόρευμα σαν κι αυτά που πουλάει. Και βεβαίως, πάνω απ’ όλα είναι θέμα προτεραιοτήτων…

      Σε κάθε περίπτωση, εκεί που έχεις δίκιο είναι για τον καιρό. Όταν βγαίνει ο ήλιος όλα μοιάζουν διαφορετικά…

      Καλό σου βράδυ κι ευχαριστώ για το σχόλιο καλή μου Κάρυ 🙂

  1. 14 Δεκεμβρίου 2010
  2. 26 Φεβρουαρίου 2012

Αφήστε απάντηση στον/στην Τελευταίος Ακύρωση απάντησης