Posts Tagged ‘ θάνατος ’

Οχτώ και δέκα.

Σύμφωνα με κάποιες μελέτες, κάθε παιδί έχει δει μέχρι την ηλικία των 12 ετών περίπου 14.000 θανάτους στην τηλεόραση, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι δολοφονίες.

Τα σήριαλ και οι κινηματογραφικές ταινίες αναπαράγουν με μεγάλη ευκολία τη χρήση όπλων με σκοπό το θάνατο, ενίοτε δε ως θεία δίκη που εξιλεώνει τον πρωταγωνιστή δια της δολοφονίας. Σε πολλές δε περιπτώσεις, κάποιος κομπάρσος που εμφανίζεται για μερικά μόνο δευτερόλεπτα στην οθόνη θανατώνεται ελέω του σεναρίου. Κι έτσι στα μάτια του τηλεθεατή απαξιώνεται η ανθρώπινη ζωή. Δυστυχώς η επανάληψη των σκηνών αυτών είναι καθημερινή με αποτέλεσμα υποσυνείδητα να θεωρούμε τέτοιες συμπεριφορές ως απόλυτα φυσιολογικές. Ο δολοφονημένος όμως, ως ον, έστω κι αν είναι κομπάρσος δεν έχει καμιά αξία; Δεν γεννήθηκε από κάποια μάνα; Δεν πονάει; Δεν έχει οικογένεια; Παιδιά; Κι αν έχει, η “εκπαίδευσή” μας ως τηλεθεατές μας έχει κάνει να κοιτάμε την απώλεια της ζωής με μεγάλη απάθεια.

Σκεπτόμενος όλα αυτά και κυρίως την αγωνία του θύματος έγραψα μια μικρή ιστορία. Μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ.

Ελευθερία. Υπάρχει;

Αν κοιτάξουμε στα λεξικά θα δούμε ότι ελευθερία είναι η δυνατότητα κάποιος να δρα αυτόβουλα και απεριόριστα. Ή αλλιώς να μην έχει κανέναν εξαναγκασμό και περιορισμό.

Τούτο το βαρύ πράμα όμως που λέγεται ελευθερία είναι ένα αγαθό το οποίο δε χαρίζεται αλλά κατακτιέται. Κι αν κάποιος ξεχαστεί κι εφησυχάσει το σίγουρο είναι ότι τελικά θα την παραχωρήσει. Στην ιδανική της μορφή, εκείνη που θα την ήθελε ο Καζαντζάκης ο ιδεολόγος της ελευθερίας, είναι δύσκολο για να μην πω αδύνατο να κατακτηθεί.

Παρεκκλίνοντας με την άδειά σας ελαφρώς από τον ειρμό των σκέψεών μου, παραθέτω την απάντηση που έδωσε ο Καζαντζάκης στη δημοσιογράφο Γιολάντα Τερένσιο το 1957, όταν ερωτήθηκε αν ο πνευματικός άνθρωπος μπορεί ν’ ανήκει σ’ ένα κόμμα ή πρέπει να μένει πάντοτε ανεξάρτητος, για να είναι ελεύθερος να κρίνει;

«Είναι δύσκολο για τον πνευματικό άνθρωπο να μείνει μόνος του.  Μόνος του είναι αδύνατος, αν ενωθεί όμως με τους άλλους χαλάει…   Αν ενωθώ με τους άλλους θα χάσω την ελευθερία μου.  Η ψυχολογία της μάζας είναι αλλιώτικη, μιλάω για τους διανοούμενους σαν μάζα, όχι για τις λαϊκές μάζες, που τις σέβομαι και που έχουν τη δική τους δουλειά.  Ένας πνευματικός άνθρωπος μόνος του μπορεί να δουλέψει καλύτερα: ελεύθερος άνθρωπος παλεύει για την ελευθερία.  Δέκα ελεύθεροι άνθρωποι, ενωμένοι, χάνουν την ελευθερία τους.  Εκείνο που χρειάζεται είναι ν’ ακολουθήσεις τον δρόμο σου ως την άκρη.  Η αξία του δρόμου είναι να μη σταματήσεις ποτέ!»

Μετά τη σύντομη αλλά σημαντική νομίζω παρένθεση, κι αφού σημειώσω ότι σε τούτη την ανάρτηση λέγοντας ελευθερία μιλάμε για κάτι διαφορετικό από αυτά που ισχυρίζεται η θεωρία του ντετερμινισμού, θα ήθελα να παραθέσω κάποιες σκέψεις και συνάμα κάποια ερωτήματα.

Πρώτα απ’ όλα, η δυνατότητα αυτόβουλης δράσης και αυτοδιάθεσης προϋποθέτει να υπάρχει κάτι μέσα στο οποίο θα λάβει χώρα αυτή η δράση. Κι αυτό το κάτι λέγεται φυσικό περιβάλλον από τη μια μεριά και κοινωνία από την άλλη. Τούτα τα δυο όμως από τη φύση τους επιβάλλουν περιορισμούς. Το περιβάλλον με τους κανόνες του και η κοινωνία με τους περιορισμούς και τις συνθήκες που επιβάλλει. Ως εκ τούτου, είναι δυνατόν κάποιος να μπορέσει να είναι πραγματικά ελεύθερος;

Η ελεύθερη δράση απαιτεί πόρους, με οποιαδήποτε μορφή αυτοί μπορεί να έχουν. Από τη φαντασία μέχρι την οικονομική τους διάσταση. Ένας άνθρωπος χωρίς φαντασία μπορεί να είναι ελεύθερος πραγματικά; Ή ένας άνθρωπος που δεν έχει παιδεία; Ειδικά η παιδεία, είναι κατά την άποψή μου, ο ακρογωνιαίος λίθος της ελευθερίας και χωρίς δαύτην όλα είναι ματαιοπονία. Από την άλλη όψη, τη λιγότερο πνευματική και περισσότερο υλική, η αυτοδιάθεση χρειάζεται τις περισσότερες φορές μέσα για να ικανοποιηθεί, τα οποία όμως απαιτούν οικονομικούς πόρους για να αποκτηθούν. Αλλά κάποιος που δεν έχει τους πόρους αυτούς, δεν είναι ελεύθερος; Κι αν κατατάξουμε τους ανθρώπους με βάση την οικονομική τους επιφάνεια σε μια σειρά, στην ίδια ακριβώς σειρά θα βρίσκονται, υπό την οπτική της δυνατότητας αυτοδιάθεσης πάντα, και από άποψη ελευθερίας; Ένας φτωχός είναι λιγότερο ελεύθερος από έναν πλούσιο;

Κι αν αυτό το συλλογισμό μας τον επεκτείνουμε λίγο περισσότερο σε επίπεδο κοινωνίας ή και χώρας ακόμα, μια μη αυτάρκης χώρα όπως η δική μας, με τα γνωστά δημοσιονομικά προβλήματα και τα υπέρογκα χρέη, είναι λιγότερο ελεύθερη από μια άλλη οικονομικά πιο εύρωστη; Κι αν αυτό ισχύει, σε ποιόν έχει παραχωρηθεί το μερίδιο της ελευθερίας που χάθηκε, στους δανειστές της; Η ελευθερία της, με άλλα λόγια, έχει αποτιμηθεί σε χρήμα, το οποίο πρέπει να ξεπληρωθεί για να επιστρέψει η ελευθερία πίσω; Αυτός που χρωστάει, ξεπληρώνει το χρέος όχι για είναι εντάξει στις οικονομικές του υποχρεώσεις αλλά για να αγοράσει πίσω την (όποια) ελευθερία του;

Ο Καζαντζάκης στην απάντηση που έδωσε στη δημοσιογράφο πιο πάνω, λέει ότι ένας είναι ελεύθερος, δέκα ελεύθεροι ενωμένοι όχι. Τούτο μπορεί να σημαίνει πολλά πράγματα. Ας τα πιάσουμε με τη σειρά. Ένας ελεύθερος άνθρωπος παντρεύεται (ή νυμφεύεται, ανάλογα με το φύλο του) και γίνεται διπλός. Αυτό σημαίνει ελευθερία μισή; Κι όταν το ζευγάρι βγει στην κοινωνία, η μισή ελευθερία γίνεται ακόμα μικρότερη; Κι όταν η κοινωνία ενωθεί με άλλες κοινωνίες σε θεσμούς όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση για παράδειγμα, τότε έχουμε πια να κάνουμε με ένα μικρό κλάσμα της αρχικής ελευθερίας;

Ο μεγαλύτερος όμως δυνάστης της ελευθερίας, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να είναι το ρολόι. Η καθημερινότητα ρυθμίζεται από αυτό και οι παρεκκλίσεις συνήθως δημιουργούν δυσάρεστες καταστάσεις. Η ώρα, η μεγαλύτερη αυτή κοινωνική σύμβαση μεταξύ των ανθρώπων ολόκληρου του πλανήτη, μπορεί να «δημιουργήθηκε» για να εξυπηρετήσει τις μεταξύ τους συναλλαγές και επαφές, αλλά μήπως τελικά έχει γίνει το μεγαλύτερο βάρος που πρέπει να κουβαλούν εις βάρος της ελευθερίας τους;

Πολλά θα μπορούσα να γράψω για την ελευθερία. Η ερώτηση όμως παραμένει: Μπορεί να υπάρξει πραγματική ελευθερία; Υπάρχει πραγματική ελευθερία; Ελευθερία υπό προϋποθέσεις είναι πραγματική ελευθερία;

Κλείνοντας, δεν πρέπει να παραλείψω την αναφορά μου στο μοναδικό πραγματικά ελεύθερο πράγμα. Ποιο είναι αυτό; Η τέχνη. Και γιατί είναι πραγματικά ελεύθερη; Απλώς γιατί μπορεί να κινείται πάνω στην κόψη του ξυραφιού, μπορεί να δημιουργεί, μπορεί να αγγίζει το μεγάλο, το ωραίο και το αληθινό χωρίς κανένα περιορισμό. Αλλά και γιατί αυτή έχει τη δυνατότητα να νικά και το θάνατο, είναι το μοναδικό πράγμα που νικά το θάνατο…

Σκουριά.

 

(c) Τελευταίος

 

Η ανάρτηση αυτή έρχεται σαν απάντηση του άρθρου του Θωμά, «αν μου έμεναν μόνο πέντε μέρες ζωής…»

 

Δύσκολο να πεις. Αν και κανονικά ο άνθρωπος έτσι πρέπει να σκέφτεται κάθε μέρα, κάθε στιγμή…

Τι μπορείς να κάνεις σε πέντε μέρες, τις τελευταίες πέντε μέρες της ζωής σου; Σίγουρα να εκπληρώσεις το όνειρό σου, αν επαρκεί ο χρόνος βέβαια. Να κάνεις ένα ταξίδι. Να αποκτήσεις κάτι που πάντα ήθελες αλλά το άφηνες για αργότερα. Ακόμα και να κάνεις ότι πιο τρελό περνάει από το μυαλό σου…

Θα μπορούσες να συγχωρέσεις. Ίσως και να ζητήσεις συγνώμη. Να αγαπήσεις αληθινά, να πεις την αλήθεια, να δεις την αλήθεια. Να καταλάβεις ποιός πραγματικά είσαι. Να πάψεις να ασχολείσαι με τα χοντρά και τα τετριμμένα και να πιάσεις τη λεπτομέρεια, αυτή που ξεχνάς κάθε μέρα. Να ξυπνήσεις και να δεις πόσο όμορφος είναι ο άνθρωπός σου. Να γυρίσεις στο σπίτι και να τον προσφωνήσεις «Αγάπη μου». Να χαθείς μέσα σ’ όλα εκείνα τα ωραία πράγματα που τα αφήνεις να περνάνε γιατί σε έχει πάρει η καθημερινότητα από κάτω. Να κλείσεις την τηλεόραση και να ακούσεις ένα ωραίο τραγούδι. Να περπατήσεις αδιαφορώντας για τη βροχή. Να νιώσεις Άνθρωπος κι όχι διεκπεραιωτής υποθέσεων. Να ερωτευτείς ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή το έβλεπαν τα μάτια σου αλλά το μυαλό σου όχι, ένα λουλούδι, μια μυρωδιά, ένα χρώμα. Να παίξεις με τα παιδιά. Να συμβουλέψεις. Να, να, να…

 

Πολλά θα μπορούσες να κάνεις, αλλά…

…ευτυχώς η Φύση, ενώ σιγά σιγά μας αποκαλύπτει τα μυστικά της, εκείνο το τρανότερο απ’ όλα, το τραγικότερο απ’ όλα, μας το κρατάει μυστικό. Κι έτσι, η ζωή μοιάζει ατελείωτη κι εμείς την κοιτάμε γεμάτοι σιγουριά, τη σιγουριά του αθάνατου θεού, που τελειωμό δεν έχει.

 

Κι έτσι, αντί να είμαστε Άνθρωποι, γινόμαστε κομπάρσοι των ανεκπλήρωτων ονείρων μας κι όλα εκείνα τα σημαντικά σκουριάζουν. Το ταξίδι, η συγνώμη και η συγχώρεση, η αλήθεια, η λεπτομέρεια, η ομορφιά, το παιχνίδι, ο σύντροφος και τα παιδιά, ο έρωτας και το τραγούδι…

Τηλεοπτικοί θάνατοι.

 

Image: federico stevanin / FreeDigitalPhotos.net

Η πλειοψηφία της “ψυχαγωγίας” που προσφέρουν οι τηλεοπτικοί σταθμοί της χώρας αποτελείται κυρίως από αμερικανικές παραγωγές, στις οποίες κυριαρχεί η βία, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους τουλάχιστον. Άξιο λόγου δε, είναι το γεγονός ότι στις παραγωγές αυτές προβάλλονται συνήθως δολοφονίες με μεγάλη συχνότητα και σε μερικές περιπτώσεις με πολύ μεγάλη αληθοφάνεια. Συνήθως ο πρωταγωνιστής προκειμένου να επιτύχει τον επιδιωκόμενο σκοπό σύμφωνα με το σενάριο, οδηγεί στο θάνατο αρκετούς από τους συμπρωταγωνιστές του. Ο θεατής, που ταυτίζεται συνήθως με τον ήρωα, νιώθει ικανοποίηση που «βγήκε από τη μέση» ο κακός ή αυτός που εμπόδιζε τα σχέδια και την εξέλιξη της πλοκής κι ανυπομονεί για την επόμενη σφαίρα που θα πλήξει κάποιον άλλο άνθρωπο.

Στο σημείο αυτό τίθενται κάποια ερωτήματα:

  • Ο θεατής – πρωταγωνιστής, λόγω της ταύτισης με τον ήρωα, εξαιτίας της συνεχόμενης κι ακατάπαυστης δράσης, δεν προλαβαίνει να συνειδητοποιήσει τι σημαίνει να αφαιρείς μια ζωή. Δε νιώθει ούτε τύψεις ούτε ενοχές. Θεωρεί ότι ο ένοχος δικάστηκε και καταδικάστηκε με συνοπτικές διαδικασίες κι αποδόθηκε δικαιοσύνη με τη θανάτωσή του. Έτσι σιγά σιγά δημιουργείται στο υποσυνείδητό του η εντύπωση ότι ένας φόνος είναι κάτι το φυσικό και δεν έχει συνέπειες για κανέναν.
  • Συνήθως αυτοί που “αφήνουν τα εγκόσμια” περνούν από τα μάτια των θεατών για λίγες μόνο στιγμές. Έτσι, επειδή δεν ξέρουμε τίποτα για το θύμα, δεν ξέρουμε ποιος είναι, αν έχει οικογένεια, ποια είναι η μάνα που θα τον κλάψει και το παιδί που θα μείνει ορφανό, δεν προσαρτάμε στην ύπαρξή του καμία αξία. Είναι απλώς ένας άγνωστος που εμφανίστηκε για να πεθάνει. Δημιουργείται κατ’ αυτόν τον τρόπο η ψευδαίσθηση ότι ο άγνωστος σε μας δεν είναι κάποιος ο οποίος αξίζει το σεβασμό μας, την προσοχή μας και είναι ένα όν που μπορεί να χαθεί μόνο και μόνο επειδή δεν έχουμε αισθήματα γι’ αυτόν. Έχουμε δηλαδή υποβάθμιση της ανθρώπινης αξίας. Βλέπουμε κάποιον στο δρόμο που χρειάζεται βοήθεια και συνειρμικά έρχονται στο προσκήνιο όλες αυτές οι σκέψεις, συνεπώς και η μηδενική αξία του πάσχοντα κι έτσι χωρίς την παραμικρή σκέψη (ή ενοχή) τον προσπερνάμε και συνεχίζουμε.
  • Η ευκολία με την οποία αφαιρούνται οι ζωές στις ταινίες είναι κάτι το οποίο επίσης μας κάνει υποσυνείδητα να πιστεύουμε ότι αυτός που έφαγε τη σφαίρα δεν είχε παρελθόν, δημιουργήθηκε εκείνη τη στιγμή, για μια στιγμή και μετά χάνεται. Σαν να είναι ένα αντικείμενο. Ένα ποτήρι που έπεσε κι έσπασε. Ανάγουμε δηλαδή την ανθρώπινη ύπαρξη σε κάτι άψυχο όπως ένα αντικείμενο. Κατά συνέπεια μπορούμε και να συμπεριφερόμαστε στους άλλους ως αντικείμενα. Ως αναλώσιμα πράγματα που εύκολα μπορεί κανείς να τα πετάξει στο καλάθι των αχρήστων. Κι όταν ζεις με τέτοια νοοτροπία δεν μπορείς να αναγνωρίσεις τις αληθινές αξίες της ζωής.

 

Όλα τα παραπάνω συμπεράσματα είναι βεβαίως υποκειμενικά κι αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο θεωρώ ότι επηρεάζουν τη ζωή οι σκηνές, των ψυχαγωγικών υποτίθεται προγραμμάτων, που είναι γεμάτες φόνους και σκοτωμούς. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο πιο ανησυχητικό, το οποίο δεν είναι καθόλου υποκειμενικό, το αντίθετο μάλιστα. Το πλήθος αυτών των παραγωγών μεγαλώνει χρόνο με το χρόνο με γεωμετρική πρόοδο. Κι αυτό μπορεί να συμβαίνει μόνο για ένα και μοναδικό λόγο. Επειδή οι παραγωγοί αποσβένουν την επένδυσή τους και βγάζουν κέρδος. Για να γίνει όμως αυτό σημαίνει ότι υπάρχει θέαση των ταινιών αυτών και μάλιστα μεγάλη και αυξανόμενη. Γιατί λοιπόν ο άνθρωπος θέλει να βλέπει φόνους; Γιατί θέλει να βλέπει κάποιον να σωριάζεται άψυχος και να μη χορταίνει θέλοντας διαρκώς να προστίθενται κι άλλα πτώματα; Μήπως γιατί θέλει να ξορκίσει τον πραγματικό θάνατο, το δικό του θάνατο; Μήπως θέλει να εξοικειωθεί μαζί του;

Κάθε τι που γεννιέται πεθαίνει. Στη συνείδηση του ανθρώπου αυτό είναι καταγεγραμμένο. Είναι μια μονοσήμαντα ορισμένη κίνηση, πάντα προς μια κατεύθυνση, αρχή – τέλος, μια ορμή. Ορμή προς θάνατο, όπως έλεγε ο καθηγητής Λιαντίνης. Ο άνθρωπος έχει ένα μοναδικό προνόμιο, αυτό που του χάρισε απλόχερα ο Ήφαιστος κι η Εύα. Τη γνωστική συνείδηση του θανάτου. Ξέρει τι σημαίνει θάνατος, ξέρει τι σημαίνει τέλος. Ξέρει τι σημαίνει ανυπαρξία, άσχετα με τα όσα του τάζουν οι ιερείς. Και ξέρει ότι δεν υπάρχει επιστροφή. Το ποτάμι δε γυρίζει πίσω, δυστυχώς για τον καθένα από εμάς, ευτυχώς για τη φύση. Ίσως, το να αρέσκεται ο άνθρωπος να παρακολουθεί όλες αυτές τις αμερικάνικες παραγωγές στηρίζεται ακριβώς α’ αυτό το σημείο. Θέλει ενδεχομένως να αισθανθεί άτρωτος, αθάνατος, παντοτινός. Βλέπει το θάνατο των άλλον κι ο ίδιος αποστασιοποιείται στην ασφάλεια του καναπέ του. Και μετά θα αλλάξει κανάλι, θα ξεχάσει το θάνατο, θα τον νικήσει αφού δεν του δίνει πια καμία σημασία. Και θα αισθανθεί ασφαλής. Και δυνατός, δυνατότερος από τη Φύση…

 

Τραγικές καταστάσεις…

Τις προηγούμενες μέρες η ζωή ξέφυγε από τον έλεγχό μου. Έχοντας υπηρεσία το Σαββατοκύριακο μέρα νύχτα λόγω των εκλογών απουσίαζα από το σπίτι αρκετές ώρες. Την Κυριακή των εκλογών το βράδυ έφυγε από τη ζωή η φίλη μου η Κατερίνα. Τελικά ο καρκίνος τη νίκησε. Έπρεπε να ταξιδέψω, να βρεθώ κοντά της για το τελευταίο αντίο αλλά δυστυχώς από τους «καλούς» μου συναδέρφους δε βρέθηκε ούτε ένας να με αντικαταστήσει την Κυριακή το βράδυ. Η γυναίκα μου ταξίδεψε με το τρένο ενώ τα παιδιά έμειναν με τη πεθερά μου, η οποία κι αυτή ταξίδεψε για να έρθει. Τελείωσα τη Δευτέρα το μεσημέρι και κατάκοπος όπως ήμουνα, σκέφτηκα να ξεκινήσω κι εγώ, έστω και καθυστερημένα για το ταξίδι μου προς την Κατερίνα. Χτυπάει το τηλέφωνο. Ο παππούς δεν είναι καλά. Πηγαίνω να τον δω και βλέπω ότι σύντομα θα επέλθει το μοιραίο. Παίρνω το μεγάλο γιο μου για κάποια απαραίτητα ψώνια και γυρίζουμε μαζί στον παππού. Περιμένουμε μέχρι που ο μικρός ήθελε να γυρίσει σπίτι. Έπρεπε να τον πάω και στα γενέθλια της ξαδέρφης του, της κόρης του αδερφού μου. Θα έλειπα από το πλάι του παππού μου μόλις για μισή ώρα. Μόλις έσβησαν τα κεράκια της τούρτας έσβησε και ο παππούς μου.

Τρέξιμο και κούραση. Και ενοχές. Άφησα το λατρεμένο γέροντα κι έφυγε χωρίς να είμαι δίπλα του. Όμως οι περισσότερες ενοχές ήρθαν όταν συνειδητοποίησα ότι δεν ένιωσα έντονα το συναίσθημα της απώλειάς του. Στο μυαλό μου γύριζε η Κατερίνα, που άφησε τη ζωή στα 39 της χρόνια αφήνοντας πίσω δυο μικρά παιδιά. Κι όμως νιώθω ακόμα και τώρα ενοχές για τον παππού μου που έφυγε στα 88 του, έχοντας ζήσει μια ταλαιπωρημένη ζωή, με κακουχίες και βάσανα, αλλά έχοντας καμαρώσει τα παιδιά του, τα εγγόνια του και τα δισέγγονά του. Μάλιστα πριν τέσσερις πέντε μέρες του πήγα το γιο μου με τον ανιψιό μου και ο δικός μου του είπε ένα ποίημα που έμαθε στον παιδικό και ο παππούς χαμογέλασε διάπλατα. Το χάρηκε με την ψυχή του. Και νιώθω κι ενοχές που δεν μπόρεσα να πάω στην Κατερίνα.

Δεν ξέρω γιατί να λυπηθώ περισσότερο. Και για ποιόν.

Το σίγουρο είναι πως ένιωσα να χάνω το έλεγχο. Για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα ανήμπορος. Σαν να με πήραν από κάτω οι περιστάσεις….

Καλό ταξίδι και στους δυο..